αντιλόπη

αντιλόπη
Ονομασία θηλαστικών μηρυκαστικών υποοικογενειών των βοοειδών, μεταξύ των οποίων και η υποοικογένεια αντιλοπίνες. Σε αυτήν ανήκουν η α. και η γαζέλα. Το μέγεθός τους ποικίλλει πολύ, ανάλογα με το γένος· το ύψος τους στο ακρώμιο μπορεί να υπερβαίνει τα 1,70 μ., όπως στον ταυρότραγο του Ντέρμπι, ή να φτάνει μόλις τα 30 εκ., όπως στα είδη του γένους ορεότραγος.Εξίσου ποικίλο είναι και το μήκος και το σχήμα των κεράτων, που μπορεί να είναι ίσια, σπειροειδή, κυρτά προς τα πίσω ή γυριστά προς τα πλάγια, όπως στον γκνου με την άσπρη ουρά (κοννοχαίτης γνου). Οι α. ζουν σε μικρά ή μεγάλα κοπάδια· μόλις δουν ή αντιληφθούν κάποιο κίνδυνο, φεύγουν τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα, χωρίς όμως να μπορούν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις. Προτιμούν να ζουν σε σαβάνες, στις παρυφές των δασών, υπάρχουν όμως και είδη που ζουν μέσα στα δάση ή στην έρημο. Αν και οι α. ζουν κυρίως στην Αφρική, απαντώνται σχεδόν σε όλες τις θερμές χώρες, εκτός από την Αμερική. To γένος γαζέλα υπήρχε παλαιότερα και στην Ελλάδα, εξαφανίστηκε όμως εξαιτίας του εντατικού κυνηγιού. Γενικά, οι α. είναι ζώα κομψά, τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα και είναι άριστοι άλτες. Τρέφονται με χόρτα, φύλλα και μπουμπούκια. Αποτελούν περιζήτητα θηράματα τόσο για το κρέας όσο και για το δέρμα τους. Από τις μεγάλες α., τα πιο γνωστά είδη είναι οι ταυρότραγοι, οι κουντού (τρεψίκερως)οι γκνου (κοννοχαίτης)και οι κομπ· στις μεσαίες α. ανήκουν οι τραγέλαφοι, οι γαζέλες και οι όρυγες· τις μικρές α. αντιπροσωπεύουν ορισμένα είδη, όπως o ορεότραγος,που ζουν σε ορεινές περιοχές της κεντρικής και της νότιας Αφρικής και έχουν μέγεθος λαγού. Το πήδημα της αντιλόπης της αιγελάφου είναι ένα δείγμα της καταπληκτικής ευκινησίας της. Ζει στους λειμώνες της νότιας Ασίας και είναι μία από τις ταχύτερες αντιλόπες (φωτ. Baschieri Salvadori).
* * *
η
γένος Θηλαστικών που ανήκει στην τάξη Αρτιοδάκτυλα στην υπόταξη Μυρηκαστικά και στην οικογένεια Βοοειδή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντιλόπη — η ζώο θηλαστικό που μοιάζει με ελάφι και ζει στην Αφρική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βοοειδή — Οικογένεια αρτιοδακτύλων θηλαστικών, μηρυκαστικών, στην οποία ανήκουν πολλά οικιακά ζώα μεγάλου μεγέθους, χρήσιμα στην οικονομία των ανθρώπων, και πολλά άγρια, όπως ο βούβαλος, ο βίσονας, η αντιλόπη, το γκνου κ.ά. Τα β. ζουν σε όλα τα μέρη της… …   Dictionary of Greek

  • ιπποτραγίνες — (hippotraginae). Βοοειδή της οικογένειας των κοιλοκέρων, που περιλαμβάνει ευκίνητα και δυνατά αρτιοδάχτυλα θηλαστικά, με πολύ ανεπτυγμένα κέρατα και σώμα καλυμμένο με πυκνό τρίχωμα. Το μήκος της ουράς ποικίλλει ανάλογα με το γένος. Οι ι. είναι… …   Dictionary of Greek

  • βουβαλίδα — η (Α βούβαλις [ ιος και ίδος]) μεγάλη αντιλόπη της Αφρικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βουβάλι] …   Dictionary of Greek

  • δαμαλίσκος — ο αφρικανική αντιλόπη με κέρατα κεκαμμένα προς τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • δορκάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 482 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαχανά. * * * η (AM δορκάς Α και δόρξ, ρκός, η και δόρκος, ο και δόρκων, ωνος, ο και ζορκάς, η και ζορξ… …   Dictionary of Greek

  • ελαιότραγος — ο αντιλόπη μέτριου μεγέθους …   Dictionary of Greek

  • ιππέλαφος — ἱππέλαφος, ἡ (Α) ίππος και ελάφι, πιθ. η αντιλόπη …   Dictionary of Greek

  • κοιλόκερα — Γενική ονομασία των θηλαστικών αρτιοδακτύλων που έχουν κοίλα (κούφια) κέρατα, τα οποία είναι γενικώς απλά, μόνιμα και κοινά στα δύο φύλα. Η κερατοειδής θήκη, επιθηλιακής προέλευσης, περιβάλλει την προεξοχή του μετωπιαίου οστού. Στα κ. ανήκουν το… …   Dictionary of Greek

  • κουντού — Κοινή ονομασία δύο ειδών αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της οικογένειας bovidae. Το μεγάλο κ. είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία Tragelaphus strepsiceros· πρόκειται για τη μεγαλύτερη αντιλόπη. Έχει ύψος στο ακρώμιο 1 1,50 μ., μήκος περίπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”